- πιπίζω
- (I)και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ].————————(II)Μπιπίσκω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].
Dictionary of Greek. 2013.